- λυχναίος
- λυχναῑος, -αία, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία2. λυχνεύς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].
Dictionary of Greek. 2013.